- θαλασσομαχώ
- θαλασσομάχησα1. ναυμαχώ.2. θαλασσοδέρνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θαλασσομαχώ — (AM θαλασσομαχῶ, έω) [θαλασσομάχος] κάνω ναυμαχία, μάχομαι στη θάλασσα (νεοελλ. μσν.) παλεύω με τα θαλάσσια κύματα, θαλασσοδέρνομαι, θαλασσοπνίγομαι … Dictionary of Greek
θαλασσομαχητό — το [θαλασσομαχώ] η πάλη με τα κύματα … Dictionary of Greek